Αλάσκα

Αλάσκα
(Alaska). Χερσόνησος της Bόρειας Αμερικής, που εκτείνεται προς τη βορειοανατολική Ασία, από την οποία τη χωρίζει ο πορθμός του Μπέρινγκ (ή Βερίγγειος). Μαζί με τις Αλεούτες νήσους αποτελεί πολιτεία (1.477.268 τ. χλμ., 634.892 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, στα Δ από τη Βερίγγειο θάλασσα, στα Ν από τον κόλπο της Α. (Ειρηνικός ωκεανός) και συνορεύει στα Α με τον Καναδά. Διασχίζεται από τον βόρειο πολικό κύκλο και επομένως χαρακτηρίζεται από δριμύ κλίμα. Τη χειμερινή περίοδο ο Βερίγγειος πορθμός κατακλύζεται από πάγους: έτσι εξηγείται γιατί η Αμερική κατοικήθηκε από ασιατικές φυλές, σε εποχές προγενέστερες του ευρωπαϊκού αποικισμού. Η ακτογραμμή της Α. εμφανίζει πολύμορφο διαμελισμό, με κόλπους οι οποίοι χωρίζονται από χερσονήσους, που μερικές φορές εισχωρούν βαθιά στη θάλασσα, όπως η χερσόνησος της Α. στα Ν, της οποίας προέκταση αποτελούν οι Αλεούτες νήσοι. Μορφολογικά η Α. μπορεί να χωριστεί σε τρεις διαφορετικές περιοχές: την παράκτια του Ειρηνικού, στα νότια, όπου κυριαρχεί μια αλυσίδα οροσειρών με ψηλές κορυφές (Σεντ Iλάιας 5.489 μ., Μακ Κίνλεϊ, 6.194 μ.)· την κεντρική, που τη διαρρέει ο ποταμός Γιούκον, ο μεγαλύτερος της Α., και η οποία αποτελείται από ένα οροπέδιο· και την αρκτική περιοχή, που τη διασχίζουν τα όρη Μπρουξ (2.699 μ.). Ανθρωπογεωγραφία και οικονομική γεωγραφία. Η εξερεύνηση της περιοχής άρχισε μόλις το 1741 από τον Βίτους Μπέρινγκ, για λογαριασμό της Ρωσίας. Ακολούθησε το 1778 ο Τζέιμς Κουκ και στις αρχές του 19ου αι. διάφορες αποστολές εξερεύνησαν τις ακτές από τον Ειρηνικό έως τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό. Η συστηματική εξερεύνηση της Α. και ο αποικισμός της που ακολούθησε, οφείλονται κυρίως στους Σιβηριανούς και Αμερικανούς κυνηγούς, που από το 1784 ίδρυσαν εταιρείες με σκοπό το κυνήγι ζώων για γουναρικά. Η Α. ανήκε τότε στη Ρωσία, η οποία το 1867 την παραχώρησε στις ΗΠΑ αντί 7.200.000 δολαρίων, ποσού που και την εποχή εκείνη ήταν μικρό για την τεράστια αυτή περιοχή, έστω και αν υπήρχε τότε η άποψη ότι δεν παρείχε δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Η Α. αποτέλεσε τότε διαμέρισμα των ΗΠΑ και παραχωρήθηκε διοικητικά στην πολιτεία Όρεγκον· το 1912 έγινε αυτόνομη διοικητική περιφέρεια και μόλις τον Μάρτιο του 1959 ανακηρύχθηκε ομόσπονδη πολιτεία. Εκτός από το κυνήγι ζώων για γουναρικά, η Α. παρουσίασε μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον εξαιτίας των κοιτασμάτων χρυσού και χαλκού που ανακαλύφθηκαν. Σήμερα από το έδαφός της εξορύσσονται χαλκός, χρυσός, κασσίτερος, λευκόχρυσος (πλατίνα) και άργυρος. Η εκμετάλλευση, ιδίως στις νότιες ακτές, των δασών (πεύκα και έλατα) που καλύπτουν τα 44% της χώρας αποτελεί έναν άλλο σημαντικό πόρο. Στην τούνδρα της Α. γίνεται κτηνοτροφία ταράνδων, ενώ από τα νησιά Πριμπίλοφ, στη Βερίγγειο θάλασσα, προέρχονται τα 3/4 της παγκόσμιας παραγωγής δέρματος φώκιας. Πριν ανακαλυφθεί ο ορυκτός της πλούτος (1880), στην Α. ζούσαν μόνο Εσκιμώοι και κυνηγοί γουναρικών, που μόλις ξεπερνούσαν τις 30.000. Έκτοτε, εξαιτίας και της συστηματικής εκμετάλλευσης των δασών, άρχισε η ανάπτυξη τηςΑ., η οποία, ιδίως τα τελευταία χρόνια, σημειώνει ταχύτατο ρυθμό. Ο πληθυσμός, από 75.000 κατ. το 1941 ξεπερνά του Τζούνο, που λειτούργησαν έως το 1944, έγιναν περίφημα σε όλο τον κόσμο για τον τρόπο επεξεργασίας μεταλλεύματος με χαμηλό ποσοστό περιεκτικότητας χρυσού. Άλλα αξιόλογα κέντρα είναι το Άνκορεϊτζ (226.800 κάτ. το 2002), σημαντικό εμπορικό λιμάνι και σταθμός των υπερπολικών αεροπορικών γραμμών, το Κέτσικαν (8.500 κάτ.), από τα μεγαλύτερα αλιευτικά κέντρα της Α., με περισσότερα από 2.500 αλιευτικά, που τα μισά από αυτά ασχολούνται με την αλιεία γλώσσας και σολομού, και το Σπέναρντ (12.000 κάτ.), εμπορικό λιμάνι στην ακτή του Ειρηνικού. Οι οδοί επικοινωνίας περιορίζονται σε σιδηροδρομικές γραμμές (περ. 2.000 χλμ.) και λίγους αμαξιτούς δρόμους, από τους οποίους μεγάλη σημασία έχει ο αυτοκινητόδρομος Αλκάν (Α. – Καναδάς), που κατασκευάστηκε για στρατιωτικούς σκοπούς το 1942, όταν οι Ιάπωνες είχαν καταλάβει αρκετέςαπό τις Αλεούτες νήσους· έχει μήκος 2.435 χλμ. και ενώνει το Ντόζον του Καναδά με το Φέρμπανξ (31.000 κάτ.) στην καρδιά της Α. Αεροφωτογραφία της Τζούνο, που είναι η πρωτεύουσα της Αλάσκας Η δενδρώδης βλάστηση στην Αλάσκα αποτελείται κυρίως από κωνοφόρα και εξαρτάται βασικά από το γεωγραφικό πλάτος και ύψος. Άποψη της πόλης Άνκορεϊτζ, που είναι η σημαντικότερη και πολυανθρωπότερη στην Αλάσκα. Άποψη του ορεινού συγκροτήματος Μακ Κίνλεϊ στην Αλάσκα. Ειδυλλιακό τοπίο με φόντο το ορεινό συγκρότημα Μακ Κίνλεϊ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… …   Dictionary of Greek

  • Γιούκον — (Yukon). Τοπωνύμια του Καναδά. 1. Διοικητική διαίρεση (536.324 τ. χλμ., 28.700 κάτ. το 2002) του βορειοδυτικού Καναδά, που συνορεύει στα Δ με την Αλάσκα, Ν από τη Βρετανική Κολομβία και Α με τη Βορειοδυτική Περιοχή, ενώ Β βρέχεται από τη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • Βράνγκελ — Τοπωνύμια του παγκόσμιου γεωγραφικού χώρου, που ονομάστηκαν, παρά τη διαφορετική γραφή τους (ρωσικά και αμερικανικά), από τον Ρώσο εξερευνητή Φέρντιναντ Πέτροβιτς φον Βράνγκελ (βλ. λ.). 1. Ηφαιστειογενής οροσειρά (Wrangell Mountains, μήκος 160… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”